ἰσοτίμως

ἰσοτίμως
ἰσοτί̱μως , ἰσότιμος
equal in honour
adverbial
ἰσοτί̱μως , ἰσότιμος
equal in honour
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισότιμος — η, ο (ΑΜ ἰσότιμος, ον) 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν) η ισοτιμία* νεοελλ. αρχ. αυτός που έχει ίση αξία με άλλους αρχ. 1. ίσος …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՊԱՏՈՒԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0020 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 10c, 12c մ. ὀμοτίμως, ἱσοτίμως pari dignitate, honore, conditione. Իբրեւ համապատիւ՝ ըստ ամենայն առման. հաւասարապէս, եւ ըստ իւրաքանչիւր արժանեաց. *Ընդունէր զբարեպաշտութիւնս արարչապէս՝ ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”